Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Από τους Κενταύρους στους Κατσιμπουχέρους

Οι καλικάντζαροι ή κατσιμπουχέροι[1], τα κατζιόνια ή κατζιογέννηδες είναι όντα, δύσμορφα και πονηρά δαιμόνια που ανεβαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων στη Γη από τα έγκατά της, που όλο τον χρόνο προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη στηρίζει και παράλληλα φοβίζουν και ενοχλούν τους ανθρώπους μέχρι να φύγουν, την παραμονή των Θειφανείων.
Για την καταγωγή των καλικάντζαρων υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Εμείς λόγω καταγωγής θεωρούμε ότι είναι απομεινάρια του θεού Πάνα και των Κενταύρων. Άλλοι ότι προέρχονται από τους Καβειρίους Δαίμονες ή άλλων πλασμάτων της διονυσιακής λατρείας (π.χ. των Σατύρων). Κάποιοι άλλοι ότι προέρχονται από τις μεταμφιέσεις των Βυζαντινών που συνοδεύονταν από πανηγυρισμούς και γίνονταν στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Η σχετική γιορτή ονομαζόταν Βοτά και λάμβανε χώρα από τον 5ο ως των 12ο αιώνα περίπου.
Οργιάζει η φαντασία του λαού μας σχετικά με το πώς είναι αυτά τα αλλόκοτα όντα.
Θέλουν τους καλικάτζαρους να έχουν ανθρώπινο σουλούπι, καμπούριδες, κακομούτσινοι, με τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς, μονόματοι, μονοπόδαροι, μαλλιαροί με μακριά ουρά, με κόκκινα μάτια και με πόδια τράγου. Τους θέλουν επίσης κακά πλάσματα, που προκαλούν καταστροφές και εμφανίζονται τις μέρες της βασιλεία τους στους μύλους, στα σταχτοφούρνια, στις καμινάδες να λερώνουν τη φωτιά, να γλεντοκοπούν, να οργιάζουν και να μην αφήνουν τους ανθρώπους σε ησυχία.

Τίποτα στους καλικάτζαρους δεν μένει κρυφό, είτε ανοιχτές είναι οι πόρτες, είτε κλειστές θα εισχωρήσουν και θα περάσουν από τις χαραμάδες για να κάνουν τις ζημιές στο νοικοκυριό.  Θα μαγαρίσουν τα τρόφιμα, θα χύσουν το κρασί, θα σπάσουν την βίκα[2] να χυθεί το νερό, θα τρυπήσουν το σακάλευρο, θα ανακατέψουν τα πιατικά και άλλες ζημιές με δαιμονικά τεχνάσματα.  Μέχρι και τη φωνή του ανθρώπου παίρνουν. Φωνάζουν από μακριά τη νοικοκυρά στο όνομά της και κείνη αν ξεχαστεί και απαντήσει, πάει χάθηκε. Θα χάσει τη φωνή της.
Άτιμα αυτά τα τελώνια[3] και δαιμόνια και μέσα στη στάχτη ακόμα κρύβονται, μα οι καλές νοικοκυράδες γνωρίζουν καλά τα τερτίπια τους και τη στάχτη του Δωδεκαήμερου την πετούν, δεν κάνει ούτε για αλισίβα[4] της μπουγάδας. Φορούν διάφορα κουρέλια, σκούφια ή κατσούλα και την καπότα φτιαγμένα όλα από γουρουνότριχες.
Ο φόβος και ο τρόμος ήταν για τους ανθρώπους αυτά τα σημαδεμένα όντα. Στη φαντασία τους ήταν  καμπούρηδες, στραβοπόδηδες, ασχημομούρηδες, στραβοχέρηδες, στραβολαίμηδες, στραβομύτηδες, με μεγάλα νύχια και με σιδερένια παπούτσια στα πόδια τους. Οδηγούσε τους ανθρώπους σε διάφορους τρόπους αντιμετώπισής τους. Άλλοι κρέμαγαν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο γουρουνιού, που έχει αποτρεπτική δύναμη, άλλοι έβαναν αλάτι ή παλιά τσαρούχια στη φωτιά και από τη μυρωδιά εφεύγανε και ελέγανε και τούτο:
Παλιοτσάρουχο μυρίζει εδώ
Μουτζώστε τούτο το χωριό!
 Οι κρότοι και η δυσοσμία του καπνού έδιωχνε τα κατσιμπουχέρια.  Άλλοι πάλι τοποθετούσαν ένα κόσκινο ή δριμόνι[5] στην είσοδο του σπιτιού όπου οι κουτοί και περίεργοι καλικάντζαροι μετρούσαν τις τρύπες. Στον «πόλεμο» εναντίον των καλικαντζάρων εκμεταλλευόντουσαν και τις κακές τους επιδόσεις στην αριθμητική. Οι καλικάτζαροι ξέρουν να μετράνε μέχρι το δύο. Μετρώντας περνούσαν οι ώρες και λαλώντας ο πρώτος κόκορας τσακίζονται να εξαφανιστούν.
Το κύριο όμως μέσο για να μείνουν τα κατσιμπουχέρια μακριά από τα σπίτια είναι η φωτιά που έχει τη δύναμη να διώχνει τα δαιμόνια. Γι’ αυτό όλο το Δωδεκαήμερο έκαιγε στα σπίτια η φωτιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων, κάθε νοικοκύρης τοποθετούσε στο τζάκι ένα χοντρό ξύλο. Το κούτσουρο αυτό λεγόταν Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης. Φοβούνται επίσης, τα λιβάνια και τα ξόρκια, ώσπου να έλθει ο παπάς την πρωτάγιαση με την αγιαστούρα του και τότε γκρεμοτσακίζονται, φωνάζοντας[6]:
Τρεχάτε για να φύγουμε
 γιατ' έρχετ' ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
να μας κάνει ντάλια-ντάλια
να μας ρίξει στα λαγκάδια.
Σε κάποιες περιοχές σημάδι για να εξαφανισθούν από προσώπου γης οι καλικάτζαροι, έχουν το λάλημα του μαύρου κόκορα[7] τα ξημερώματα της Πρωτάγιασης
Τίποτα δεν τα φοβίζει παρά μόνο, ο παπάς, η φωτιά, και ο μαύρος κόκορας. Την μέρα είναι άφαντα και δεν βγάζουν άχνα να μην ακουσθούν τα δαιμονικά αυτά, που όλο το χρόνο κατοικούν στον κάτω κόσμο και μόνο το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων μένουν ελεύθερα και ξεχύνονται στον επάνω κόσμο.
Τα περίεργα αυτά γεννήματα της φαντασίας του λαού μας ήταν δαιμόνια που ανέβαιναν στην γη στην διάρκεια του δωδεκαημέρου.
Στις εικοσιπέντε Δεκεμπριού
Έρχεται το στράτευμα του καλικαντζαριού
Και φεύγουν την παραμονή των Φώτων για κείνο λέει ο κόσμος:
Στις πέντε του Γενάρη
φεύγουν οι καλικαντζάροι.
Την παραμονή των Φώτων, την Πρωτάγιαση στις εκκλησιές νωρίς το πρωί ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και γίνεται ο «μέγας αγιασμός». Τα παιδιά έτρεχαν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα[8] των Φώτων και ο παπάς αυτή τη μέρα έπρεπε να περάσει να αγιάσει όλα τα σπίτια του χωριού, να τα ευλογήσει και να διώξει τ’ αφοριστικά.
Έπαιρνε λοιπόν σβάρνα τα σπίτια έμπαινε μέσα, βουτούσε στο παγκράτσι[9] που κρατούσε συνήθως ένα παιδί, το σταυρό με τη ρίγανη ή το βασιλικό, έλεγε το «εν Ιορδάνη…» ραίνοντας όλους τους χώρους του σπιτιού αλλά και τους παρευρισκόμενους με τον αγιασμό αφού πρώτα ασπαζόντουσαν το σταυρό. Μόλις τελείωνε ο παπάς τον αγιασμό η νοικοκυρά έριχνε ένα κέρμα στο δοχείο με τον αγιασμό να αγιασθούν ακόμη και τα λεφτά, όπως έλεγαν.
 Μετά την αποχώρηση του παπά άρχιζε και ο καθαρισμός και το συγύρισμα του σπιτιού. Μάζευαν την στάχτη  και την σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι, στους στάβλους και στα χωράφια αφού όπως πιστεύανε έδιωχνε το κακό.
Στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου  επειδή φοβόντουσαν τους καλικάτζαρους, δεν λούζονταν να μην τους κατουρήσουν,  ούτε ρούχα άπλωναν, γιατί πίστευαν ότι θα τους τα πετσοκόψουν. Το λούσιμο γινόταν την παραμονή των Φώτων μετά το πέρασμα του παπά.
Οι καλικάντζαροι είχαν αρχηγούς και διάφορα ονόματα[10]. Ο αρχηγός των καλικάντζαρων ονομάζεται μαντρακούκος, ενώ αναφέρονται και θηλυκοί καλικάντζαροι, οι βερβελούδες ! Το γνωστότερο και ευρύτερα διαδεδομένο όνομα ήταν το καλικάντζαρος, σε όλες τις παραλλαγές του: καλκάντζαρος, καλκαντζόνι, καλκάνι, καλικάντσιαρος, καρκάντζαλος, σκαλικάντζαρος, καρκάντζολος κ.λ.π. Στα μέρη μας τους λέγαμε κατσιμπουχέρους.
Στα κοινά ονόματά τους ανήκουν και τα: παγανά, παρωρίτες, βουρ-βούλακες (που σημαίνει και τους βρυκόλακες), κωλοβελόνηδες (Αττική), πλανήταροι (Κύπρος), Τσιλικρωτά (Μάνη), καλιοντζήδες (Ζαγόρι) κ.ά.
  Βιβλιογραφία:
Βελούδιος Θάνος: Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι (Ιδιωτική έκδοση χωρίς ημερομηνία)
Λουκάτος Δημήτρης: Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών (εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1984)
Θόδωρος Καρασούτας: Λαϊκός Πολιτισμός Κλειτορολευκασίας Καλαβρύτων (εκδ. Παρασκήνιο Αθήνα 2001)
Λουκάτος Δημήτρης: Συμπληρωματικά των Χριστουγέννων και της Άνοιξης (εκδ. Φιλιππό-τη, Αθήνα 1985)
Πολίτης Νικόλαος: Παραδόσεις του ελληνικού λαού Α' & Β' (εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1994)
Γ. Α. Μέγας: Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2001)
Σελίδες:
http://www.independent.gr/

Κώστας Παπαντωνόπουλος
ΠΗΓΗ: www.antroni.gr

[1] Κατσιμπουχέρια τα έλεγαν την ορεινή Ηλεία αλλά και σε άλλα μέρη.
[2] Στάμνα
[3] Η ψυχή την τρίτη ημέρα μετά το θάνατο, διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας.
[4] Η αλισίβα είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα.
[5] Κόσκινο που διαχωρίζει τα δημητριακά.  «Κακό τ' αλώνι, κακός αγέρας, κακό και το δριμόνι»
[6] Την Πρωτάγιαση μαζεύονται αποβραδίς οι καλικάτζαροι και φωνάζει ό ένας του αλλουνού:
Φέγατε να φύγουμε,
‘τι έφτασ’ ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του!
Ο παπάς με αγιασμό
Χωριανοί με το θερμό.
Φέγετε να φύγουμε,
‘τι έφτασε ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
κι άγιασε τον κώλο μας
και την κωλοτρυπίδα μας!
[7] «μαύρος κόκορας λαλεί,
φεύγεστε να φεύγουμε,
έφτασε ο τρελοπαπάς,
με την αγιαστούρα του
 και με την βρεχτούρα του…» 
[8] Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
‘Όργανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά
[9] Χαλκωματένιο σκεύος με χερούλι
[10] Ο Μαντρακούκος, ο φοβερός τους αρχηγός.
Ο Μαγάρας, με την τουμπανιασμένη κοιλιά που …καταλαβαίνεται τι κάνει και ζέχνει ο τόπος.
Ο Καταχανάς, που βρωμάει και ζέχνει.
Ο Μαλαπέρδας, που κατουράει τα φαγητά, σοδιές και σύκα.
Ο Κοψαχείλης, με τεράστια κοφτερά δόντια.
Ο Κωλοβελόνης, ψηλόλιγνος σαν μακαρόνι.
Ο Κατσιπόδης ή Κατσιποδιάρης, με το τραγίσιο πόδι.
Ο Παρωρίτης, με τη μακριά και μαλακιά μύτη σαν προβοσκίδα.
Ο Παγάνας, με τα κουνελήσια αυτιά.
Ο Τρικλοποδιάς, με το χταποδίσιο χέρι του,  που κάνει να πεδικλώνεται.
Ο Σιφώτης με την στρογγυλή μούρη.
Ο  Τρικέρης και Μαλαγάνας, που ξεγελούν τα παιδιά και τους παίρνουν τις λιχουδιές.
Ο Βατρακούκος που μοιάζει με γιγάντιο βάτραχο.
Ο Περίδρομος, ο Ξεφτέρης και ο Βραχνάς κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: