Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ

 
 Όλα τα παράξενα του κόσμου, γύρω από τον δόλιο άνθρωπο μπορεί να συμβούν, αλλά να μπει μέρα μεσημέρι, ο κατσικοπόδαρος διάβολος μες του παπά το σπίτι, αυτό είναι ανήκουστο. Κι όμως ο διάβολος πως το έκανε πως το φτιάσε, ήρθε και τρούπωσε εκεί που δεν τον περίμεναν.
  Τα παλιά τα χρόνια, ένα μπουλούκι, από καμιά εικοσαριά γύφτος, γύρνοβόλαγε από χωριό σε χωριό και κάνανε πότε τον τσαμπάση, πότε τον καλαντζή, τον χαλκιά, τον διακονιάρη, τον καλαθά, τον μάγο, τον οργανοπαίκτη, τον αρκουδιάρη, τον μαϊμουτζή και ότι άλλο μπορούσανε, για να βγάλουνε ένα κομμάτι ψωμί.
Μαζί τους με τ’ άλλα ζωντανά, όπως γαϊδούρια άλογα και σκυλιά που είχανε, τραβολογάγανε κοντά τους και μια κατάμαυρη μαϊμού που ήτανε σαν παιδί κάπου τριών- τεσσάρων χρονώνε, το που την βρήκανε δεν ξέρω. Την είχανε να την δείχνουνε στον κόσμο και να βγάνουνε κανένα φράγκο, μιας και ευτούνο το ζούδι δεν το είχε ξαναδεί κανένας, αλλά ούτε που ξέρανε ότι υπάρχει τέτοιο ζωντανό στη γης.
Όταν κοντεύανε να φτάσουνε σε ένα χωριό, σταματήσανε σιμά σε μια βρύση κάτου από κάτι θεόρατα πλατάνια. Εκεί στήσανε τα τσαντίρια τους φάγανε, πλυθήκανε και το σούρουπο πήρανε τα σκυλιά τους και βγήκανε για να κυνηγήσουνε κανένα σκαντζόχοιρο[1]. Ένα παιδί από δαύτους, είχε πάρει κοντά και την μαϊμού[2]. Όμως σε μια αναμπουμπούλα, που πέσανε κοντά σε κάτι γαλάρια και τους στρώσανε στα κοντά τα τσοπανόσκυλα, η μαϊμού ξέφυγε από τα χέρια του παιδιού από το φόβο της τρούπωσε μέσα στον λόγγο και έγινε αμολόγητη. Ψάξανε οι γύφτοι την καλούσανε με μια φωνή που την είχανε μαθημένη αλλά τίποτα. Αφού αγανακτήσανε γυρίσανε εκεί που είχανε στήσει τα τσαντίρια και την άλλη μέρα πρωί- πρωί ξαναγυρίσανε να ψάξουνε να την βρούνε, αλλά πουθενά χαϊτή, λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Οι τσοπάνηδες, βγάζανε τα γίδια για βοσκή στον λόγγο και τα σκυλιά φουρλατίζανε ούλο τον τόπο και όπως φαίνεται η μαϊμού από τον φόβο της είχε χαθεί από τον τόπο. Αφού δεν μπορέσανε να την βρούνε οι γύφτοι την άλλη μέρα τα μαζέψανε και τραβήξανε για άλλο τόπο.
  Μετά από λίγο καιρό, κάνα δυο χωριάτες πήγανε στον λόγγο για ξύλα, καθώς κόψανε ξύλα και τα φορτώσανε να φύγουνε, μπροστά τους πετάχτηκε ένα ζωντανό πράγμα, ίδιος ο Διάβολος, άνθρωπος με ουρά και που σκαρφάλωνε στα δέντρα. Ευτούνοι οι μαύροι, τα χάσανε, πήρανε τα άλογα και φύγανε του σκοτωμού. Σάματις φτάσανε στο χωριό, λαχανιασμένοι λες και τους είχε πάρει από κοντά ο σατανάς, μολογάγανε το και το.
  Ο κόσμος του χωριού αναστατώθηκε, αλλά και δεν τους πολύ πιστεύανε. Ύστερα από κάνα δυο μέρες, ένας συγχωριανός, πήρε την γυναίκα του και κάνα δυο άλλες γυναίκες ακόμη και πήγανε να σώσουνε τα καρύδια του, που είχε στο λάζο κοντά στον λόγγο. Μόλις φτάσανε τηράνε απάνου στην καρυδιά ο διάβολος που είχανε ιδεί οι ξυλοκόποι να πηδάει από κλαρί σε κλαρί, με την ανθρώπινη μουτσούνα χέρια πόδια και μια τρανή ουρά και να βγάνει μια φωνή που τους κατατρόμαξε. Ο Διάβολος δεν έλεγε να κατεβεί και πήδαγε από κλαρί σε κλαρί και από δέντρο σε δέντρο. Τι τούτα μας τι τ’ άλλα μας, παρατήσανε καλάθια, τέμπλες και σακιά και γίνανε αμολόγητοι.
Το γιόμα, μεγάλη αναστάτωση στο χωριό, ο διάβολος τους γυρόφερνε και τώρα δεν είναι ψέματα, αφού τόσοι άνθρωποι τον είδανε. Από εκείνη την ημέρα μαζευτήκανε στο χωριό ούτε παιδιά αφήνανε να βγαίνουνε στα χωράφια, ούτε τις γυναίκες αλλά και οι άντρες τηράγανε να μην νυχτώνουνε στις δουλειές, και βρεθούνε μπροστά στον Διάβολο.
Τι κατάρα έπεσε στο χωριό, να τους βάλει μπροστά ο διάβολος και να μην κοτάνε να ξεμυτίσουνε στα χωράφια τους; Ο παπάς του χωριού, τους είπε να το ξορκίσουνε και έτσι μια μέρα διάβασε μια κατάρα και γύρω- γύρω το χωριό, βάλανε κάρβουνα με λιβάνι, για να αποδιώξουνε τον διάβολο από κοντά τους. Άλλοι καρφώσανε μαυρομάνικα μαχαίρια στα σπίτια τους και στα γαλάρια τους, τάχα να μην ζυγώσει ο Διάβολος. Ενώ μια γυναίκα, που έλεγε ότι γνώριζε από αμποδέματα, έπεισε τις γυναίκες του χωριού και φτιάξανε διάφορα φυλαχτάρια, μάγια και μαντζούνια για ν’ αποδιώξουνε τον διάβολο. 
  Ο Χειμώνας κοντοζύγωνε και η δόλια η μαϊμού, δεν άντεχε το κρύο και ένα απογευματάκι μιας και ήτανε εξοικειωμένη με τον άνθρωπο ζύγωσε κοντά στο χωριό. Μόλις την πήρανε χαμπάρι τα ζαγάρια του χωριού την πήρανε από κοντά, εκείνη έφυγε πιλαλώντας όχι προς το λόγγο, αλλά τρούπωσε μέσα στο χωριό και σαν τον σατανά, με δυο σάλτους, πήδηξε και σκαρφάλωσε απάνου στην σκεπή ενός σπιτιού. Τι το ήθελε, έγινε χαμός, ο διάβολος μπήκε στα σπίτια τους. Ένας πήρε το ντουφέκι του για να τον ντουφεκίσει όμως αυτή πήδαγε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από σκεπή σε σκεπή και σε κάποια στιγμή χάθηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Φαίνεται ότι κάπου τρούπωσε, αλλά που; Το χωριό τώρα αναστατώθηκε τελείως, δεν ξέρανε τι να κάνουν.
Που να κοιμηθούνε και πώς να κλείσουνε μάτι όταν ο διάβολος είναι σιμά τους. Το βράδυ, ο παπάς μάζεψε πέντε- έξι ανθρώπους του χωριού στο σπίτι του, για να συζητήσουν και ν’ αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουνε με ευτούνο το πράμα. Έλα μου όλως που η μαϊμού για να γλιτώσει από τον φόβο της στο χωριό είχε τρουπώσει στην καμινάδα του παπά. Και όταν μαζευτήκανε στο σπίτι του, ο παπάς, κάπως σαν να κρύωνε και λέει της παπαδιάς.
-Παπαδιά, δεν ανάβεις λίγη φωτιά, γιατί κάπως σαν να΄’χω κρυάδες.
Μόλις έβαλε φωτιά στο τζάκι η παπαδιά, η μαϊμού που ήτανε τρουπωμένη μέσα στο φουγάρο του τζακιού, φαίνεται δεν την χώραγε να γυρίσει προς τα πίσω, γιατί ήτανε στενή, και από τον καπνό κατέβηκε μέσα στο σπίτι του παπά. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η παρέα, ο παπάς και η παπαδιά, να μην ξέρουνε πούθε να σάξουνε. Ευτούνη ζαλισμένη από τον καπνό, να πηδάει απάνου στα πατερά, στο τραπέζι, στην σερβάντα, στον γιούκο, στα κρεβάτια, να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στους τοίχους να περνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να πέφτει απάνου στους ανθρώπους. Μέσα σε λίγα λεπτά, το σπίτι να έχει γίνει απάνου- κάτου σαν βομβαρδισμένο. Μέχρι να ανοίξουνε την πόρτα, και να πεταχτούνε ούλοι όξω, κατουρηθήκανε από την τρομάρα τους. Μάλιστα ένας από την παρέα του παπά, που όπως φαίνεται μάλλον πρέπει να είχε κάποιο καρδιακό πρόβλημα και μόλις του έπεσε απάνου του ο Διάβολος, από την τρομάρα του ξεψύχησε επί τόπου, χωρίς να βγάλει άχνα. Μόλις βρήκανε τον άνθρωπό τους πεθαμένο, τα πράγματα ζορίσανε περισσότερο. Να το πρώτο θύμα του Διαβόλου, πάει ο άνθρωπος.
Κοιταζόσαντε μεταξύ τους, τώρανες τάχατις ποιος είναι ’κειός που έχει αράδα;
Ανάψανε δαδιά κι ούλο το χωριό βγήκανε στην πλατεία, ευτούνος ο κερατάς ο διάβολος, τρούπωσε μέσα στο σπίτι του παπά και τώρα τι γίνεται;
Ούλη την νύχτα παρόλο το σιγενικό που έκανε την βγάλανε ξύπνιοι όξω στους δρόμους. Την άλλη μέρα μετά την κηδεία του ανθρώπου που πήρε ο σατανάς, ούλοι αμπάρωναν τα σπίτια και βάνανε καλαμωτές στις καμινάδες για να μην βρει τρούπα και μπει ο διάβολος στα σπίτια τους.
Ευτούνο το πράμα κράτησε για κάμποσο καιρό ακόμη, ο διάβολος κάθε μέρα μπροστά τους, πότε στα χωράφια, πότε στο χωριό πότε στο δρόμο τους. Είχανε ούλοι το τρανό φόβο μην τους πάρει την ψυχή. Αφού είχε χειμωνιάσει για τα καλά μια βραδιά, έφερε ένα ανεμοβρόχι και μετά προς τα χαράματα το γύρισε ένας διαβολόκαιρος και το γύρισε κακοχιονιάς και έριξε μπόλικο χιόνι στο χωριό, που έφτανε ως τον γόνα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια και περισσότερο. Το χιόνι κράτησε καμιά εικοσαριά μέρες και μετά όταν έλιωσε, μια γυναίκα που πάγαινε για λιανάδια στην άκρη του λόγγου, βρήκε τον διάβολο πεθαμένο και παγωμένο. Παράτησε τα λιανάδια το πήρε στην πιλάλα και γύρισε στο χωριό σκαστή και αλαφιασμένη να τους ειπεί τα μαντάτα. Τότε από στόμα σε στόμα μέσα σε λίγη ώρα το είχε μάθει ούλο το χωριό και μαζευτήκανε να πάνε να ιδούνε τον πεθαμένο διάβολο. Η γυναίκα, τους είπε την μεριά και ούλοι τσούρμο πήγανε και βρήκανε τον διάβολο ψόφιο, από το κρύο. Όμως δεν ησυχάσανε, φοβούσαντε μην είναι κι άλλος. Όμως δεν εμφανίστηκε κανένας άλλος και έτσι με τον καιρό ησυχάσανε.
  Το επόμενο καλοκαίρι, ήρθανε στο χωριό τους οι γύφτοι και κουβέντα την κουβέντα, ρωτάγανε για την μαϊμού και έτσι μάθανε για τον διάβολο και την τύχη του. Βλέπεις η δόλια η μαϊμού, δεν άντεξε στα ψυχρά κλήματα, αλλά και όταν χειμώνιασε δεν εύρισκε τροφή και έτσι δεν άφησε στους χωριάτες μόνο την τρανή τρομάρα και ένα νεκρό, αλλά και τα κόκκαλά της.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
Αράδα, η = η σειρά.
Αρκουδιάρης, ο = αυτός που κρατούσε αρκούδα αιχμάλωτη και αφού την εξημέρωνε με σκοπό να περιφέρεται μαζί της ανά τις γειτονιές και να την παρουσιάζει ως θέαμα.
Γιούκος, ο = (τουρκ.) η τοποθέτηση των κλινοσκεπασμάτων, των παπλωμάτων και των κουβερτών σε ομοιόμορφη στοίβα, ή και των ειδών της προίκας μιας ή περισσότερων θυγατέρων της οικογένειας.
Γαλάρια, τα = τόπος μόνιμης εγκατάστασης κοπαδιών.
Διακονιάρης, ο = ο επαγγελματίας ζητιάνος.
Ζαγάρια, τα = (τουρκ.) τα σκυλιά.
Καλαθάς, ο = ο καλαθοποιός, αυτός που κατασκευάζει καλάθια από βέργες χλωρών θάμνων και από καλάμια.
Καλαντζής, ο = ο γανωματής, ο κασσιτερωτής.
Κοτάω, = (τοπ. διαλεκτ.) αποπειρώμαι.
Μαϊμουτζής, ο = (τουρκ.) ο κάτοχος μαϊμούς που περιφέρεται στις γειτονιές και στα πανηγύρια.
Μουτσούνα, η = η μούρη, το πρόσωπο.
Πατερό, το = χοντρός ευθύς κορμός ξύλου όπου στηρίζεται η σκεπή του κτίσματος.
Σάλτος, ο = το πήδημα εις ύψος, μήκος, βάθος.
Σιάζω, = παίρνω κατεύθυνση πορείας.
Σιγενικό, το = (τοπ. διάλ.) το πολύ ψιλό κρύο.
Τέμπλα, η = ξύλινη μακριά βέργα, κυρίως από νεαρό κυπαρίσσι, που χρησιμεύει για το κτύπημα των ξηρών καρπών επάνω στο δένδρο για να πέσει στο έδαφος.
Τσαμπάσης, ο = (τουρκ.) ο έμπορος ζώντων ζώων.
Τσούρμο, το = (τοπ. διαλεκτ.) ομάδα.
Χαϊτός, ο = αυτός που εξαφανίζεται, ο αφανής.
Χαλκιάς, ο = ο σιδηρουργός.
Ανέκδοτες Λαογραφικές Ιστορίες

[1]Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια. Παρότι ανήκει στην οικογένεια των εντομοφάγων, ο σκαντζόχοιρος είναι και παμφάγος κυρίως τρώει έντομα, σαλιγκάρια, βατράχια, αυγά, φίδια, μανιτάρια, χόρτα, ρίζες, μούρα, σταφύλια και διάφορα λαχανικά. Οι σκαντζόχοιροι έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής 4-7 χρόνια.
[2] Μαϊμού ονομάζεται κάθε κερκοπιθηκιδές (μαϊμούδες Παλαιού Κόσμου) ή πλατύρρινο (μαϊμούδες Νέου Κόσμου) πρωτεύον. Όλα τα πρωτεύοντα που δεν είναι προσιμιίδες ή πίθηκοι, είναι μαϊμούδες. Σήμερα υπάρχουν 264 γνωστά σωζόμενα είδη μαϊμούδων και αντιπροσωπεύουν δύο από τις τρεις ομάδες των σιμιίδων πρωτευόντων (η τρίτη ομάδα αποτελείται από τα 22 είδη πιθήκων). Οι μαϊμούδες γενικά θεωρούνται νοήμονα ζώα και, σε αντίθεση με τους πιθήκους, οι μαϊμούδες έχουν ουρές. 
Ανέκδοτες Λαογραφικές Ιστορίες
Κώστα Παπαντωνόπουλος
Πηγή:www.antroni.gr
Πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό
του Πειραιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: