Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΠΑΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

  
Μετά την ήττα του Παπαφλέσσα, οι Δεληγιάννηδες, οι γιοι του Κολοκοτρώνη και ο Ζαΐμης, επεδίωξαν να καταλάβουν την Τρίπολη όπου είχε εγκατασταθεί το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και τα υπολείμματα των δυνάμεων του Παπαφλέσσα.

Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ξεκίνησε από τους Λάκκους με προορισμό την Τρίπολη. Στο χωριό Βουνό, το στρατιωτικό του σώμα, πανικοβλήθηκε από ψευδή είδηση για αιφνιδιαστική εχθρική επίθεση και διαλύθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1824, και κατευθύνθηκε προς το χωριό Συλίμνα, με τους Θ. Ρηγόπουλο, Ιωάν. Βανικιώτη και Αναστ. Σαμαρίνη, όπου βρισκόταν ο πατέρας του. Στον δρόμο, καθώς περνούσε δίπλα από ένα ξερολάγκαδο, μια σφαίρα σφηνώθηκε στο έδαφος μπροστά από το άλογο του Πάνου. Κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου προήλθε ο πυροβολισμός και είδε δυο Βουλγάρους (με αρχηγό τον Χατζηχρήστο) που διακρίνονταν από τα σαρίκια που έφεραν.

Στις παραινέσεις των τριών συντρόφων του να φύγουν, ο Πάνος, απήντησε πως από την ντροπή που είχε υποστεί εκείνη την ημέρα θα προτιμούσε να είχε σκοτωθεί. Υπονοούσε την διάλυση του σώματός του. Τότε ακούστηκε και δεύτερος πυροβολισμός και ο Πάνος έπεσε νεκρός.[1] Η σφαίρα του τρύπησε τον κρόταφο και βγήκε από το σαγόνι. Αμέσως μετά, εμφανίσθηκαν από τον χείμαρρο περίπου 25 Βούλγαροι με επικεφαλής τον ομοεθνή τους Κότζιο. Οι σύντροφοι του Πάνου, μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψης έφυγαν. Οι Βούλγαροι τότε, λαφυραγώγησαν τον νεκρό αρχηγό αφαιρώντας του ακόμη και τα ρούχα του. Αφού τον άφησαν εκεί, πήγαν στην Τρίπολη ν’ αναγγείλουν το γεγονός και την επιτυχία τους.

  Το πλήγμα για τον Κολοκοτρώνη ήταν συνταρακτικό, γιατί θεωρούσε τον Πάνο ως τον κύριο συνεχιστή του. Έθλιβε δε τον Γέρο επιπλέον το γεγονός ότι ο Πάνος δεν έπεσε μαχόμενος εναντίον του εχθρού, αλλά σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης[2] είχε την μοίρα των γιων των μεγάλων ανδρών.

1. ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Δε φταίει, Πάνο, η διοίκηση, δε φταίει ο Κουντουριώτης,

τα φταίει, Πάνο, η Πάναινα, η παλιό- Μπουμπουλίνα,

π’ ολημερίς του έλεγε, π’ ολημερίς του λέει:

- Πάνο, δεν πας στον πόλεμο, δεν πας να πολεμήσεις,

που ντρόπιασες το σόι σου, τους Κολοκοτρωναίους;

Κι εκείνος τόμου τ’ άκουσε, πολύ βαριά του φάνει

και του σεΐζη μίλησε και του σεΐζη λέει:

- Σεΐζη, σέλωσε τ’ άλογο και φόρεσ’ του το γκέμι

και βάλ’ του τη χρυσή χασά, τις ασημένιες σκάλες,

στον πόλεμο θα πάω.

(Γεωργία Ταρσούλη, «Μοραΐτικα Τραγούδια», βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, σελ. 46, αρ. 60, Αθήνα 1944)

.-.

2. (ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΘΕΤΑΙ)

Κολοκοτρώνης κάθεται σε ριζιμιό λιθάρι

και όλο συλλογιότανε το όνειρο που είδε.

Και του Γενναίου φώναξε και του Γενναίου λέει:

- Γενναίο, είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρο μου,

είδα και κάηκε το φέσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου,

τάχα καλά είναι ο Πάνος μας κι αυτός ο αδερφός μας;

- Τον Πάνο τον σκότωσαν μες στης βουλής τ’ ασκέρι.

(Σοφοκλής Γ. Δημητρακόπουλος, «Ιστορία και δημοτικό τραγούδι», σελ. 93, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998)

.-.

3. (ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ)

Καλώς ορίστε φίλοι μου, φίλοι μου και δικοί μου,

για κάτσετε, ’συχάσετε, να φάμε και να πιούμε,

να ειπώ κι εγώ τα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

Σκοτώσανε τον Πάνο μου, σκότωσαν το παιδί μου.

Δεν ήταν βόλι τούρκικο, δεν ήταν του μουρτάτη,

παρά ’ταν από φίλους μας κι από τους συγγενήδες.

(Το τραγούδησε η Αντιγόνη Προκόπη από το χωριό Δάφνη Αμαλιάδας).

.-.

4. (ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ)[3]

Καλώς ορίστε φίλοι μου, φίλοι μου και δικοί μου,

για κάτσετε, ’συχάσετε, να φάμε και να πιούμε,

να ειπώ κι εγώ τα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

Της Αλεξάνδρας τα βουνά, χιόνια ’ναι γιομισμένα.

Συν δυο, συν τρεις δεν περπατούν…

(Π. Δ. Παπαδημητρακόπουλου, «Η Δάφνη των Καλαβρύτων», σελ. 795, Θεσσαλονίκη 1977)

Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών, αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Μοραΐτες με έκπληξη παρατήρησαν ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών, αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες του.

Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα.

Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των συμμάχων τους Σαρδελιάνων.

Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα, όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών συνέβησαν ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλείται το φουστάνι της Ζαΐμενας».

 Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιανναίων, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και τα παλικάρια του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσαν παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.

Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι: «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας,[4] οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε της σύλληψης, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο στην Ιερά Μονή Χρυσοποδαρίτισσας Αχαΐας και οδηγήθηκε πεζός στη Γαστούνη, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιου κύρους. Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, παραδίνεται στις αρχές και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, ρίχτηκε από την Ακρόπολη, στις 26 Ιουνίου 1825, και άφησε την τελευταία του πνοή. Στον λαό διαδόθηκε ότι πήγε να δραπετεύσει και τσακίστηκε, όμως υπεύθυνος για τον θάνατο του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Ιωάννης Γκούρας.

Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της, η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντα της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν εκτελεστικό τους όργανο.


[1] Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, πρωτότοκος γιος του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, έγινε Φιλικός στις 20 Δεκεμβρίου 1818 από τον πατέρα του και είχε τον αριθμό 183 στον κατάλογο των Φιλικών. Παντρεύτηκε την κόρη της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, την Ελένη. Σκοτώθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στις 13 Νοεμβρίου του 1824 κοντά στην Τρίπολη σ’ ενέδρα των πολιτικών αντιπάλων του πατέρα του. Η χήρα του παντρεύτηκε λίγο αργότερα τον στρατηγό Θεόδωρο Γρίβα. Η Ελένη ήταν ερωμένη του Θεοδωράκη Γρίβα, όσο ήταν ακόμη στην ζωή ο Πάνος και χρέωσαν τον θάνατό του στον Γρίβα και την γυναίκα του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ευρισκόμενος στην Βυτίνα έδιωξε αμέσως την σύζυγο του Πάνου (κόρη της Μπουμπουλίνας) για να μην την σκοτώσουν οι συγγενείς της.

[2] Άλλη εκδοχή περί του θανάτου του Πάνου Κολοκοτρώνη:
Ο πρωτότοκος γιος του Θ. Κολοκοτρώνη κατά τον εμφύλιο πόλεμο το 1824, κοντά στο χωριό Θάνα λίγο έξω από την Τρίπολη. Μετά από μια μικρή μάχη που δόθηκε με τον κυβερνητικό στρατό, που αρχηγός ήταν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, ο Πάνος υποχώρησε κατά την Συλίμνα, όπου ήταν ο πατέρας του. Ήταν καβάλα και είχε λίγους στρατιώτες μαζί του. Πέντε-έξι στρατιώτες του Βάσσου, στη θέση Κλεισούρα, κρυμμένοι πυροβόλησαν από πολύ μακριά ένα βόλι μοναχά από Κρητικό ντουφέκι έφτασε και πέρασε του Πάνου το κεφάλι από πίσω πέρα-πέρα. Ο Πάνος έπεσε νεκρός και έμεινε εκεί το λείψανό του και ο φονιάς τον έγδυσε κατά την τότε συνήθεια και πήρε τα ρούχα του. Αυτός ήταν ο Γιάννης Γουρουνής και καθώς παρουσιάστηκε στον Βάσσο φορώντας την φέρμελη του σκοτωμένου και μην ξέροντας ποιος ήταν ο σκοτωμένος, ο Βάσσος έψαξε γρήγορα την φέρμελη και βρήκε μια επιστολή του Θ. Κολοκοτρώνη προς τον γιο του: «Παιδί μου Πάνο… ..Ο πατήρ σου Θ. Κολοκοτρώνης».
Αργότερα στο παζάρι της Τριπολιτσάς, ο Γενναίος, αδελφός του Πάνου, συνάντησε τον Γουρουνή να φορεί την φέρμελη και να καμαρώνει. Ο Γενναίος τον φοβέρισε, καθώς γνώριζε του αδελφού του την φορεσιά.
- Του αδελφού μου την φέρμελη φοράς; Τον ρώτησε με αγριότητα.
Ο κυβερνητικός στρατιώτης Γουρουνής απάντησε:
- Κοίταξε καλά, αν δεν βάλεις γνώση, μη φορέσω και την δική σου!
Σημείωση: Ο Ιατρός Πύρλας είχε το κρανίο του Πάνου Κολοκοτρώνη και δημοσίευσε ιατροδικαστική έκθεση γι’ αυτό. Σήμερα το κρανίο βρίσκεται στο μουσείο της Ιστορικής Εθνολογικής Ιστορίας.
(Προφορική παράδοση, Ιωάννη Πύρλα, ιατρού, «Συνέκδημος Ιατροδικαστική», τομ. Α΄, σελ. 101, Αθήναι 1870)

[3] Ο Κολοκοτρώνης μετά τον θάνατο του παιδιού του πήγε για λίγες ημέρες στο χωριό Ράδου, που βρίσκεται κοντά στην Δημητσάνα, ώσπου να ηρεμήσει και να κατευνάσουν τα οξυμένα γεγονότα. Εκεί μια μέρα τραγούδησε αυτό το τραγούδι σε φίλους που τον επισκεφθήκανε για να του απαλύνουν τον πόνο. Το έλεγε σαν κλέφτικο αλλά για αυτόν ήταν ένα είδος μοιρολογιού.

[4] Ο Θεόδωρος Γρίβας (1797-1862) από τη γνωστή Ακαρνανική οικογένεια, που κυριαρχούσε στο αρματολίκι στην περιοχή της Βόνιτσας, πολέμησε κατά την Επανάσταση το 1821 ως Χιλίαρχος στην αρχή, στη Δυτική Ελλάδα, φθάνοντας -λόγω ανδρείας- να ονομαστεί Στρατηγός, τίτλο που έφερε μέχρι το θάνατό του.
   Αποκορύφωση των αγώνων του αποτελεί η εξέγερση της Βόνιτσας, 4 Οκτωβρίου 1862, που έφερε τελικά την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα. Με την εκδήλωση της εξέγερσης, σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή, έγινε αρχηγός της και προχώρησε στο Αγρίνιο, όπου έμαθε ότι η Εξέγερση γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα και ότι ο Όθωνας κηρύχτηκε έκπτωτος.
    Ο Γρίβας έφθασε στο Μεσολόγγι και ήταν έτοιμος να βαδίσει κατά της Αθήνας. Η προσωρινή Κυβέρνηση έστειλε μια αντιπροσωπεία στο Μεσολόγγι, στις 23 Οκτωβρίου 1862, για να του επιδώσει επίσημα το βαθμό του Στρατάρχη, αλλά όταν έφθασαν τον βρήκαν ετοιμοθάνατο (είχαν φροντίσει να τον δηλητηριάσουν).
   Φύση ανυπότακτη και ασυγκράτητη ο Γρίβας, έμπλεξε σε πολιτικές διαμάχες και η δράση του χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και το φανατισμό, συνδέεται και με όχι και λίγες ωμότητες. Το 1836 πολέμησε και συνέτριψε ένα Στρατιωτικό κίνημα στη Δυτ. Ελλάδα, που είχαν κάνει οι αδικημένοι από το Βαυαρικό καθεστώς, οπλαρχηγοί κυρίως της Ακαρνανίας αλλά και της Αιτωλίας, όπως οι: Δήμος Τσέλιος, Γ. Μαλάμος, Ν. Ζέρβας, Ν. Στράτος, Ν. Δραγαμεστινός, Γ. Μπαϊρακτάρης, Γ. Γιολτάσης, Ν. Βασιλάκης, Φ. Κουσουρής, Δ. Παλιογιάννης, Γ. Φραγκογιάννης, Κ. Στουρνάρης, Γ. Κραβαρίτης κ.λ.π.
   Το 1854 και, παρά τις αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης οργάνωσε μόνος του την αποτυχημένη Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (εκστρατεία στο Κουτσελιό Ιωαννίνων).

 Ηλίας Τουτούνης
Πηγή: www.antroni.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: