Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΔΡΥΣ (Βελανιδιά)


Η βελανιδιά ή βαλανιδιά (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae), αποτελείται από 428 αυτοφυή είδη στο βόρειου ημισφαίριου της γης. Είναι το κατ’ εξοχήν δένδρο των Εθνικών μας Δρυμών. Δένδρο ψηλό με γερές ρίζες και αιωνόβιο, με διάρκεια ζωής έως 600 χρόνια. Οι καρποί της, οι δρυοβέλανοι, όταν πέσουν στο έδαφος, έχουν γεύση κάστανου και διατηρούν τη βλαστική τους ικανότητα, χρειάζονται όμως υγρασία και πολύ φως για να βλαστήσουν. Η χλόη που φυτρώνει στον κορμό του δέντρου παίζει προσανατολιστικό ρόλο. Η βελανιδιά ευδοκιμεί σε πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές.




Μυθολογία
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία οι Δρυάδες ήταν οι γνωστές Νύμφες των Ελληνικών δασών. Τ’ όνομά τους ίσως να προέρχεται από την λέξη Δρυς. Όμως δεν αναφέρονται αυτές οι ονομαστές νύμφες αν και ήσαν γνωστές από τον Όμηρο. Οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες Νύμφες, ζούσαν μέσα στα πυκνά δρυοδάση που προστάτευαν τα ιερά δένδρα. Κατά την μυθολογία, οι Δρυάδες Νύμφες, χαίρονταν με τη βροχή, ενώ όταν η βελανιδιά δεν είχε φύλλα ή δεν καρποφορούσε έκλαιγαν και πέθαιναν, όταν το δένδρο ξεραίνονταν ή κόβονταν. Γι’ αυτό και η υλοτόμηση της βελανιδιάς απαγορευόταν με ειδικούς νόμους. Οι Δρυάδες μαζί με τις Ορειάδες ή Ορεστιάδες, συνόδευαν τους Θεούς του Ολύμπου κυρίως στα όρη και τις χαράδρες και ιδιαίτερα εμπλέκονταν ερωτικά μέσα στα σπήλαια με τους Σειληνούς και τον Ερμή, παίζοντας και αστειευόμενες με τον Απόλλωνα, τον Πάνα και τον Πρίαπο. Οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, Αδρυάδες, ή Δρυμίδες ήταν τύποι νυμφών του δάσους στην Ελληνική Μυθολογία και συχνά συγχέονταν με τις Ναϊάδες και άλλες Νύμφες. Αυτά τα θηλυκά πνεύματα της φύσης πιστεύονταν ότι κατοικούσαν σε δέντρα και σε δάση και φώλιαζαν ιδιαίτερα σε δένδρα δρυς. Υπάρχουν πολλές ιστορίες και μύθοι γι’ αυτά τα περίεργα ατα που φαίνεται ότι αν και πνεύματα, δεν ήταν αθάνατα. Ιδιαίτερα οι Αμαδρυάδες, ήταν πιο ευαίσθητες, γιατί πιστεύονταν ότι η διάρκεια της ζωής τους εξαρτιόταν από την υγεία και καλοζωΐα της βελανιδιάς που τις φιλοξενούσε.
Στη πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανθρωπόμορφη ιδέα του θροΐσματος των φύλλων των δένδρων και των ήχων των υδάτων ιδιαίτερα σε βουνά, ρέματα, σπήλαια, πηγές και χαράδρες που διακόπτουν την απόλυτη ηρεμία και την ησυχία της φύσης. Έβλεπαν με τα μάτια της φαντασίας, με άθελα κλεμένες από όνειρα ή παραμύθια παραστάσεις, πανέμορφες αεράτες φιγούρες, ακούγοντας το οπάλινο παφλασμό του περάσματός τους. Αυτές τις φιγούρες, στην λαογραφία μας, συνήθως τις απαντάμε ως Νεράϊδες. Κατά την μυθολογία τις Δρυάδες τις καταδίωκαν συνήθως οι Σάτυροι των δασών. Μεταξύ των Δρυάδων γνωστότερες ήταν η Ερατώ, η οποία μαζί με τον Αρκάδα απόκτησε τον Αζάνα, τον Αφείδαντα και τον Έλατον, έτερη η Φιγαλεία και η Τιθορέα εξ’ αυτών δημιουργήθηκαν οι πόλεις της Ηλείας και της Φωκίδας αντίστοιχα, επίσης και η Ευριδίκη που ήταν η σύντροφος του Ορφέα. O Δίας ο θεός του κεραυνού συνδέεται με τη βελανιδιά, η οποία χτυπιέται συχνά από την αστραπή. Η δύναμη από το χτύπημα της αστραπής αφήνει κούφιους κορμούς, που συχνά ξεραίνονται.. Κατά τη διάρκεια του 7ου Σεληνιακού μήνα, οι Δρυΐδες χάραζαν έναν κύκλο στη βελανιδιά, που τον διαιρούσαν σε τέσσερα ίσα μέρη, για να τους προσφέρει προστασία απέναντι στην αστραπή. Αυτή η τακτική λέγεται ότι ακολουθείται ακόμα και σήμερα, όπου συνεχίζουν να χαράζουν αυτό το σύμβολο επάνω στη βαλανιδιά για να αποτρέψουν την καταστροφή του δέντρου. Παρόμοια χρησιμοποιήθηκαν τα βελανίδια, όπου τα χάραζαν και τα πετούσαν επάνω στα κεραμίδια των οικιών τους, για να κρατήσουν την αστραπή μακριά από τα σπίτια. Αλλά δεν ήταν μόνο ο Δίας που συνδέθηκε με την βελανιδιά. Η δρυς ήταν το ιερό δένδρο των αρχαίων Ελλήνων, που τα κλαδιά της θρόιζαν στους χρησμούς του Μαντείου της Δωδώνης. Τα φύλλα της αποτέλεσαν τις διακοσμήσεις χρυσών στεφάνων και ιδίως του χρυσού στεφανιού του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄.
Είδη βελανιδιάς στην Ελλάδα
Δένδρο (Quercus robur = Quercus pedunculata) της οικογένειας των Κυπελλοφόρων. Ο φλοιός του είναι πλούσιος σε τανίνη, ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως στην επεξεργασία των δερμάτων (βυρσοδεψία). Το πολύτιμο ξύλο της αποτελεί ένα από τα καλύτερα υλικά για την επιπλοποιία, τον οικοδομικό τομέα αλλά και για θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες. Σε ώρες ανάγκης οι καρποί της χρησίμευαν ακόμη και για τροφή. Τα κύπελλα των βελανιδιών ή βελανιδόκουπες ή δενδροδακτυλίθρες, για εκατοντάδες χρόνια ήταν το απαραίτητο υλικό για την επεξεργασία των δερμάτων. Φύεται ανάμεσα σε άλλα φυλλοβόλα δένδρα και θάμνους της ορεινής και ημιορεινής ζώνης ή σχηματίζει αμιγή δάση σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα και ιδίως στην Πελοπόννησο. Η βελανιδιά είναι ένα δέντρο ανθεκτικό και σταθερό. Πράγματι, είναι ένα από τα μακροβιότερα δέντρα, που αναπτύσσονται από γενιά σε γενιά. Για αυτόν τον λόγο, οι παλαιές βελανιδιές είχαν χρησιμοποιηθεί από διάφορες θρησκείες, για τις σημαντικές συνεδριάσεις και τις τελετές. Φυτεύτηκαν για να οριοθετήσουν κυρίως όρια αγρών, εξαιτίας της μακροβιότητας και της ανθεκτικότητάς τους στο πέρασμα των χρόνων. Η βελανιδιά ήταν πηγή τροφής για τους πληθυσμούς της Ευρώπης. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι την σέβονταν από τα βάθη της ιστορίας. H ήμερη βελανιδιά συνήθως φυτρώνει σε χαμηλά σημεία γιατί δεν αντέχει τις παγωνιές. Σήμερα βρίσκεται «υπό καθεστώς διωγμού» υλοτομείται και καταστρέφεται ανελέητα, αφού τα άλλοτε πολύτιμα βελανίδια της δεν έχουν καμία αξία.
1. Δρυς η χνοώδης (Quercus pubescence). Μικρό σχετικά δένδρο που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυς, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Χαρακτηριστικό των φύλλων είναι το πυκνότατο χνούδι της κάτω πλευράς και ο κοντός χνουδωτός μίσχος. (Χνουδωτές είναι και οι δύο επιφάνειες των φύλλων, όταν αυτά είναι λίγων εβδομάδων). Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλεπικαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι το βελανίδι, χωρίς μίσχο και περιέχει και είναι μονόσπερμο. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι πυκνά, μαλακά, χνουδωτά. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει ανοιχτό καστανό χρώμα. Ωριμάζει τον Οκτώβριο και Νοέμβριο κατά τον ίδιο χρόνο της άνθησης.
Είναι θερμόβιο και φιλόφωτο είδος. Τα νεαρά φυτά αντέχουν μόνο σε μέτρια σκίαση, όμως αν δεν έχουν αρκετό φως παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη. Αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους χειμερινούς παγετούς. Προτιμά εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις. Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.
Τα βελανίδια είναι πολύ καλή τροφή κυρίως για τα ζώα. Το ξύλο της χρησιμοποιείται για καυσόξυλο, για τζάκια και για τις ξυλοθερμάστρες. Επίσης είναι άριστης ποιότητας, συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές για την ξυλουργική και την επιπλοποιία.
2. Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto), Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και 30 μ., με κόμη στην αρχή ωοειδή και στη συνέχεια κυκλική διαμέτρου 15 μ. Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα, με λοβωτές παρυφές. Οι κόλποι μπορεί να είναι αβαθείς ή βαθύτατοι, φθάνοντας ακόμη και μέχρι το κεντρικό νεύρο. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή είναι τριχωτή, αλλά το τρίχωμα σύντομα εξαφανίζεται. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά σχηματίζουν κρεμαστούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών. Τα θηλυκά σχηματίζουν ταξιανθίες στην κορυφή των ετησίων δακτυλίων ή στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλεπικαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βελανιδιού είναι πολύ σκληρά, πυκνά και λογχοειδή. Όταν ωριμάζει ο καρπός από το βαθυπράσινο παίρνει καφέ χρώμα. Είναι μακρόστενος κυλινδρικός. Ωριμάζει το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο της επόμενης από την άνθηση χρονιάς και πέφτει αμέσως.
Είναι είδος ημισκιόφυτο. Επιβιώνει και σε μεγάλη σκίαση, παραμένει όμως σε νανώδη μορφή. Αντέχει στους παρατεταμένους παγετούς και στους δυνατούς ανέμους. Προτιμά εύφορο, βαθύ γόνιμο πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα οξύτητας του εδάφους, εκτός και αν οι τιμές είναι ακραίες. Δεν αντέχει ξηρά, αβαθή, άνυδρα εδάφη. Τα βελανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα (ιδίως για τους χοίρους). Το ξύλο είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.
3. Ήμερη βελανιδιά (δρυς αιγίλωψ, λατ. Quercus aegilops). Φτάνει τα 30 μ. σε ύψος. Ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Βόρειας και Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές και χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία, Πελοπόννησο (ιδίως στην Ηλεία και Αρκαδία), Αιτωλοακαναρία, Βοιωτία, στις Κυκλάδες, και στις βόρειες Σποράδες. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία. Η βελανιδιά είναι ακόμη γνωστή για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες. Από τα καρκινώματα που εμφανίζονται στο δένδρο παράγονται ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις αιμορροΐδες, τη χρόνια διάρροια, τη δυσεντερία και άλλες ασθένειες.

4. Δρυς η έμμισχος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βελανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρουπακιά, ρένια ή ροτούκι.

5. Δρυς η άμισχος (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βελανίδια της έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.

6. Δρυς η Μακεδονική (λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
7. Δρυς η κηρρίς (λατ. Quercus cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δένδρα. Γνωστή και με τις ονομασίες τσέρο και ρουπάκι. Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.

8. Λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.

9. Δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν. Αρκετά δένδρα παρουσιάζουν καρκινώματα, επάνω στα κλαδιά τα ονομαζόμενα κικίδια ή κίκιδα. Τα κικίδια τα χρησιμοποιούσαν για την βαφή των ρούχων και όπου μετά από μια ειδική επεξεργασία το χρησιμοποιούσαν και για την βαφή των μαλλιών και των μάλλινων ρούχων.

10. Πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera), θαμνώδης αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο χαμόπρινος ή κατσοπρίνι, ή κατσιδοπίρναρο της οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι βλαστοί του χρησιμοποιούνται ως τροφή των αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό, γνωστό ως πρινοκόκι.
11. Φελλοφόρος δρυς. Ένα είδος κυρίως της δυτικής Μεσογείου. Η χρυσοφορία (φελλοφορία) του οφείλεται στον φλοιό του με τις μοναδικές μονωτικές του ιδιότητες, την ελαστικότητα του και το μικρό του βάρος. Η κυρία εξάπλωση του είναι ιδίως στην Ιβηρική χερσόνησο (Πορτογαλία, Ισπανία), αλλά συνήθως απαντάται στο Μαρόκο, στην Αλγερία, στη νότια Γαλλία, την Κορσική, τη Σαρδηνία και νότια Ιταλία. Στη χώρα μας δεν απαντάται παρά μόνο η ψευδοφελλοφόρος δρυς (Quercus pseudosuber) στη δυτική Ελλάδα. Είναι το μοναδικό είδος, το οποίο παράγει φελλό. Κανένα άλλο είδος δεν παράγει τόσο χονδρό και συνάμα ανθεκτικότατο φλοιό.
Η φελλοφόρος είναι ένα εξαιρετικά πολύμορφο δένδρο και εμφανίζει δεκάδες ποικιλίες, οι οποίες διακρίνονται από μερικές ιδιαιτερότητες των κυπέλλων, των φύλλων αλλά και των καρπών. Μόλις φυτρώσει το βελανίδι δημιουργεί μια ισχυρή κυρία ρίζα και βαθιά όσο το επιτρέπει η φύση του εδάφους. Έτσι δημιουργείται ένα ισχυρό ριζικό σύστημα, το οποίο εξασφαλίζει ασφαλή ριζοβολία στο έδαφος. Αργότερα, το ριζικό σύστημα μετατρέπεται σε καρδιόσχημο με την ανάπτυξη πλαγίων ριζών, το οποίο επιτρέπει πληρέστερη εκμετάλλευση του εδάφους. Οι ρίζες του διακρίνονται σε δύο είδη, ανάλογα με την προσφορά τους. Η ρίζα που οδηγείται στο βάθος του εδάφους ψάχνει για νερό και είναι η κεντρική ρίζα που κρατεί το κέντρο βάρους του δένδρου. Οι ρίζες που απλώνονται στο έδαφος, είναι οι ρίζες της τροφοδοσίας και κρατούν την ισορροπία του δένδρου. Τα φύλλα δύναται να παραμένουν στο δένδρο μέχρι και δύο χρόνια. Σε δροσερά εδάφη και στα μέρη που επικρατεί αυξημένη υγρασία μπορούν να παραμείνουν έως και τρία έτη. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις με παρατεταμένη ξηρασία, σε πολύ πυκνές συστάδες ή μετά από υπερβολική αφαίρεση φλοιού, μπορεί το δένδρο να απορρίψει ένα μεγάλο μέρος του φυλλώματος ή και όλο το φύλλωμα. Η πρόωρη φυλλόπτωση, όταν συνοδεύεται και από άλλες ενδείξεις, όπως ξήρανση κλάδων και μείωση της αύξησης, είναι ένδειξη μειωμένου σφρίγους. Η φελλοφόρος δρυς αρχίζει ανθοφορεί από το 15ο έως το 20ο έτος της ηλικίας της, στην οποία αρχίζει η ωριμότητα. Ανθίζει τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο αλλά μπορεί η άνθηση να επιμηκυνθεί έως τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Οι καρποί, λόγω της μεγάλης διάρκειας της ανθοφορίας, δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, αλλά σε διαφορετικές περιόδους κατά το δεύτερο έτος από την επικονίαση.
Βελανίδι
To βελανίδι ή βελάνι, είναι ο καρπός της βελανιδιάς (Quercus, Lithocarpus και Cyclobalanopsis, της οικογένειας Fagaceae). Ο καρπός περιέχεται απο έναν ενιαίο σπόρο που εσωκλείεται σ’ ένα σκληρό, δερματοειδές κογχύλι. Τα βελανίδια ποικίλουν από 0,1 έως 0,6 εκατ. Τα βελανίδια για να ωριμάσουν απαιτείται περίπου 6 έως 24 μήνες (ανάλογα με το είδος).
Τα βελανίδια είναι ένα από τα σημαντικότερα τρόφιμα της άγριας φύσης στις περιοχές όπου οι εμφανίζονται βελανιδιές. Είναι ένα σημαντικό μέρος της διατροφής πουλιών, όπως περιστέρια, κίσσες, κοράκια και φάσσες, σε μερικά είδη πάπιας και δρυοκολάπτες. Επίσης με τα βελανίδια τρέφονται ποντίκια, αρουραίοι, σκίουροι και διάφορα άλλα τρωκτικά, ακόμη μεγάλα θηλαστικά όπως χοίροι, αιγοπρόβατα, αγροιόχοιροι, ζαρκάδια και ελάφια. Εν τούτοις, τα βελανίδια είναι τοξικά αν υπάρξει υπερκατανάλωση σε μερικά άλλα ζώα, όπως άλογα, όνοι, ημίονοι και μοσχάρια. Για τον άνθρωπο κατά καιρούς, τα βελανίδια, αρκετές φορές ιδίως σε περιπτώσεις πολέμων, ή μεγάλης φτώχειας, αποτέλεσαν είδος πρώτης διατροφής, αν και τώρα γενικά θεωρούνται ανύπαρκτα, αλλά και ακατάλληλα προς βρώση.
Τα βελανίδια είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες. Τα ποσοστά ποικίλουν από είδος σε είδος, αλλά όλα τα βελανίδια περιέχουν τα μεγάλα ποσοστά σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, καθώς επίσης ασβέστιο, φώσφορο, κάλιο, και βιταμίνη niacin. Συνολικά η ενέργεια τροφίμων από βελανίδι σε βελανίδι ποικίλει. Τα βελανίδια περιέχουν επίσης πικρό τανίνες, το ποσοστό ποικίλει ανάλογα με τα είδη. Τα ζώα που εναποθηκεύουν τα βελανίδια, όπως οι βερβερίτσες (σκίουροι), μπορούν να περιμένουν να καταναλώσουν μερικά από αυτά τα βελανίδια έως ότου έχουν διηθηθεί οι τανίνες. Άλλα ζώα αποθηκεύουν τη διατροφή βελανιδιών τους μ’ άλλα τρόφιμα. Πολλά έντομα, πουλιά, και θηλαστικά μεταβολίζουν τις τανίνες με λιγότερα ill-effects από τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε το βελανίδι για την παρασκευή ψωμιού και για ζωοτροφή αιγοπροβάτων. Τα συνέλεγαν το Φθινόπωρο και τα τοποθετούσαν στην ύπαιθρο ώστε να βρέχονται για να ξεπικρίσουν. Ήταν μια από τις καλύτερες και βασικώτερες τροφές των ζώων κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα βελανίδια, αντίθετα από πολλά άλλα τρόφιμα, δεν πρέπει να φαγωθούν ή να υποβληθούν σε επεξεργασία αμέσως, αλλά μπορούν να αποθηκευτούν για τις μακροπρόθεσμες περιόδους, όπως οι σκίουροι. μερικές φορές συλλέγουν αρκετά βελανίδια που αποθηκεύουν για δύο έτη ως ασφάλεια ενάντια στα φτωχά έτη παραγωγής βελανιδιών. Μετά από να ξεράνουν τους για να αποθαρρύνουν στον ήλιο τη φόρμα και τη βλάστηση,
Βελανιδόψωμο
Για την παρασκευή του βελανιδόψωμου χρειαζότανε μια ειδική και ιδαίτερα προσεγμένη επεξεργασία. Το Φθινόπωρο από επιλεγμένα δένδρα μάζευαν τα μεγάλα και καθαρά βελανίδια. Συνήθως ράβδιζαν το δένδρο για να πέσουν τα βελανίδια και να συλλέξουν καθαρούς και φρέσκους καρπούς. Μετά την συλλογή αφού αφαιρούσαν τις βελανιδόκουπες έλεγχαν τον μίσχο αν είχε επηρεασθεί από έντομα ή σκουλήκια και έπαιρναν τα καθαρά βελανίδια. Στην συνέχεια τα τοποθετούσαν σε μεγάλα καλάθια και τα έβαζαν κάτω από βρύσες (σημ. η καλύτερη συντήρηση του βελανιδιού κατά την αποθήκευση ήταν μέσα στο νερό) για αρκετό καιρό ώστε να ξεπικρίσουν (δηλ. να αποχωρισθούν οι επικίνδυνες τανίνες). Όταν ξεπίκριζαν τα ξεφλούδιζαν και τα έβαζαν σε φούρνους με σχετικά χαμηλή θερμοκρασία (πρώτα έκαιγαν τον φούρνο και όταν άρχιζε να παγώνει τοποθετούσαν εντός του φούρνου ταψιά με ξεφλουδισμένα βελανίδια). Όταν αποξηραίνονταν τα τοποθετούσαν σε σάκκους. Επόμενη διαδικασία ήταν να τα μεταφέρουν στους αλευρόμυλους για να τ’ αλέσουν, όπου έπαιρναν το βελανιδάλευρο. Με το βελανιδάλευρο, έφτιαχναν το βελανιδόψωμο, τα βελανιδοκούλουρα, κ.ά.

Αναπαραγωγή
Τα βελανίδια, είναι πάρα πολύ βαριά για να διασπαρθούν με τον αέρα και κατά την ωρίμανση συνήθως πέφτουν κάτω από τον ίσκιο του δένδρου. Λόγω αυτού, οι βελανιδιές χρειάζονται τρόπους διασποράς του σπόρου τους, δηλαδή τρόπους για να μετκινηθούν τα βελανίδια πέρα από το δέντρο σε ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούν να βλαστήσουν και να βρούν την πρόσβαση στις επαρκείς θρεπτικές ουσίες ύδατος, φωτός του ήλιου και χώματος, ιδανικά ένα ελάχιστο 20-30 μ. από το δένδρο των γονέων. Η φύση όμως δεν αγνόησε αυτή την αδυναμία της βελανιδιάς, έχει προνοήσει με μεγάλη ακρίβεια για την αναπαραγωγή της. Πολλά φυτοφάγα ζώα τρώνε τα βελανίδια στο δένδρο ή τα ώριμα βελανίδια που βρίσκονται διάσπαρτα στο έδαφος, χωρίς κανένα αναπαραγωγικό όφελος για την βελανιδιά. Εν τούτοις, μερικά ζώα και πτηνά χρησιμεύουν ως εργαλεία διασποράς του σπόρου και αναπαραγωγής. Οι σκίουροι με την αποθήκευση βελανιδιών στις κρύπτες τους, για τον επερχόμενο χειμώνα, βοηθούν τα βελανίδια στην διασπορά και αναπαραγωγή νέων φυτών. Με τον τρόπο του τοποθετούν τα βελανίδια σε ποικίλες θέσεις στις οποίες είναι δυνατό για να βλαστήσουν και να αναπτυχτούν. Αν και οι σκίουροι διατηρούν τους εντυπωσιακά μεγάλους διανοητικούς χάρτες των θέσεων κρύπτης και επιστρέφουν για να τους καταναλώσουν, το περίεργο είναι ότι το βελανίδι μπορεί να χαθεί, ή ένας ή ένας σκίουρος μπορεί να αποβιώσει πρίν καταναλώσει όλα τα αποθέματά του. Τοιουτοτρόπως ένας μικρός αριθμός βελανιδιών κατορθώνει να βλαστήσει και να επιζήσει, παράγοντας την επόμενη γενεά των βελανιδιών. Επίσης μεγάλο μέσο αναπαραγωγής θεωρούνται και τα πουλιά. Αυτά αρπάζουν το βελανίδι και απομακρύνονται από το δένδρο. Αν το βελανίδι είναι σκληρό ή μεγάλο το πετάνε. Μερικές φορές όμως το βελανίδι τους ξεφεύγει από το ράμφος και έτσι διαδίδεται η σπορά του. Τα βελανίδια βλασταίνουν σε διαφορετικά προγράμματα, ανάλογα με τη θέση τους στη δρύινη οικογένεια. Μόλις βλαστήσουν τα βελανίδια, είναι λιγότερο θρεπτικά, ενώ ο ιστός σπόρου μετατρέπεται σε ρίζα.

Πολιτιστικές πτυχές
Οι νέοι εραστές τοποθετούσαν δύο βελανίδια, που αντιπροσώπευαν το αντικείμενο της αγάπης τους, σε ένα κύπελλο του ύδατος προκειμένου να προβλεφθεί εάν έχουν το μέλλον από κοινού, εάν τα βελανίδια παρασύρουν το ένα προς το άλλο θα παντρέψουν (εάν τοποθετείται πιό κοντά το ένα στο άλλο απ’ ότι στην άκρη του κύπελλου).
Φαρμακευτικές ιδιότητες
Τα φύλλα και ο φλοιός της βελανιδιάς είναι τα κύρια μέρη που χρησιμοποιούνται σαν φαρμακευτικά. Ο χυμός από τη σύνθλιψη των φύλλων μπορεί να εφαρμοστεί επάνω σε πληγές, και το διάλυμα που παράγεται από φύλλα διαποτισμένα με βραστό νερό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανακουφίσει τα ξαναμμένα μάτια, επειδή είναι ικανό ψυκτικό. Χρησιμοποιήστε την ίδια λοσιόν για οποιοδήποτε χτύπημα, γδάρσιμο, ή κάψιμο και ακόμη ως στοματικό διάλυμα για πληγωμένα ούλα. Επίσης ανακουφίζει από τις αιμορροΐδες, τη φλεβίτιδα και τον πονόλαιμο. Το αφέψημα του φλοιού χρησιμοποιείται για να μειώσει τον πυρετό, την διάρροια, τη δυσεντερία, την αμυγδαλίτιδα, τη φαρυγγίτιδα και τη λαρυγγίτιδα. για να φτιάξετε το αφέψημα χρειάζεστε 1 κουταλάκι θρυμματισμένο φλοιό για κάθε φλιτζάνι κρύο νερό. Σιγοβράστε για 5-10 λεπτά. Προτεινόμενη δοσολογία είναι τρεις  φορές από ένα ποτήρι κρασί τη μέρα. 
Ο φλοιός πρέπει να συλλέγεται από τη βελανιδιά σε μικρά κομμάτια τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Σιγουρευτείτε ότι τα κομμάτια είναι λεία και χωρίς λεκέδες. Προσεκτικά αποκόψτε τα από λεία κλαδιά ή από κορμούς μικρότερους των 10 εκατοστών, προσέξτε να μην καταστρέψετε το δέντρο. Ο φλοιός περιέχει δεψίνη που χρησιμοποιείται ευρέως για την παρασκευή δέρματος και σπάγκου.
Ακόμη ένα υποκατάστατο καφέ μπορεί να φτιαχτεί από βελανίδια. Η διαδικασία είναι να αποχωρισθεί η τανίνη να αποξηραθούν οι καρποί, στην συνέχεια να τεμαχιστούν σε μικρά-μικρά κομματάκια και να να ψηθούν (καφουρντιστούν) και ν’ αλεσθούν σε μύλους καφέ. Σε χαλεπούς καιρούς χρησιμοποιήθηκε σε ανάμιξη με καφέ, όπου προσέφερε μια πικρή γεύση αλλά και περίσσια ευωδία.

Ο άνθρωπος και η βελανιδιά
Ο άνθρωπος της υπαίθρου που ζούσε δίπλα στα δρυδάση, χρησιμοποίησε την βελανιδιά ως μέσον επιβίωσης.
Κατ’ αρχήν χρησιμοποίησε το ξύλο για θέρμανση και για διάφορες κατασκευές. Με τους κορμούς της βελανιδιάς έφτιαχνε καταλύματα (καλύβες, λόντζες ή ξυλόντζες), διάφορες κατασκευές, πλοία, σκεπές, πόρτες παράθυρα, τραπέζια, καρέκλες, έπιπλα, βαγένια, βαρέλια, τσότρες, τσίτσες, πατητήρες, κρέμαση μύλου κ.λπ. Επίσης κατασκεύαζε καλύβες για τα ζώα του, φράχτες (παλουκαριές), ποτίστρες, και πλήθος από διάφορες κατασκευές που ήσαν χρήσιμες στην καθημερινότητά του.
Το νεαρό φύλλωμα των δένδρων το χρησιμοποίησε ως ζωοτροφή. Έφτιαχνε ένα τρίποδα ύψους ενός μέτρου περίπου από την επιφάνεια της γής και επάνω τοποθετούσε κλαδιά δένδρου την Άνοιξη που ήσαν τρυφερά και με μια ιδιαίτερη τεχνική τα στοίβαζε το ένα επάνω στο άλλο και έφτιαχνε μια κωνική κατασκευή από κλαδιά με φύλλα. Η τεχνική αυτή δεν επέτρεπε να περάσει νερό και ήλιος στο εσωτερικό της στοίβας, μόνο εξωτερικά επηρεαζόταν, το εσωτερικό έμενε ανέπαφο. Κατά τον χειμώνα που δεν υπήρχαν τροφές για τα ζώα (μηρυκαστικά) τραβούσε κλαδιά από το κάτω μέρος του κώνου και τα τάγιζε. Τα φύλλα των δένδρων (που ήσαν στοιβαγμένα ήσαν καταπράσινα ήταν ένα είδος σημερινής ενσίρωσης) είχαν αρκετές πρωτεΐνες και βιταμίνες και ήταν μια άριστη ζωοτροφή.
Στη χώρα μας έχουν απομείνει λιγοστά αλλά πολύ ενδιαφέροντα δάση βελανιδιάς, ο ρόλος της οποίας σήμερα δεν είναι τόσο οικονομικός, όπως ήταν παλαιότερα αλλά περισσότερο περιβαλλοντικός και οικολογικός. Το είδος αυτό, εκτός από την αισθητική που προσφέρει με την όμορφη ημικυκλική του κόμη, εξασφαλίζει και την οικολογική ισορροπία σε αφιλόξενα για άλλα πλατύφυλλα είδη περιβάλλοντα της πεδινής και ημιορεινής ζώνης. Είναι λιγότερο εύφλεκτο από τα άλλα είδη που αναπτύσσονται στην ίδια ζώνη, ενώ μετά από πυρκαγιά πρεμνοβλαστάνει έντονα. Το γεγονός αυτό συντελεί στη συγκράτηση του εδάφους και στην προστασία του από τη διάβρωση.
Τα βελανίδια, που στο παρελθόν συλλέγονταν όπως στα οπωροφόρα δένδρα για την παραγωγή βυρσοδεψικών ουσιών, σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτα στο δάσος. Δεν παύουν όμως να αποτελούν πολύτιμη ζωοτροφή και φυτευτικό υλικό, με αυξημένη ζήτηση από τα δασικά φυτώρια της χώρας, καθώς και μια οικολογική παρακαταθήκη για χρήση στη βυρσοδεψία και πάλι κατά τα επόμενα χρόνια. Επίσης ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τα κικίδια (καρκινώματα στις άκρες των νεαρών κλαδιών) για την βαφή ρούχων και μαλλιών. Η βελανιδιά παράλληλα είναι είδος που θα μπορούσε άριστα να χρησιμοποιηθεί σε μίξη μ’ άλλα πλατύφυλλα και κωνοφόρα είδη για την αναδάσωση υποβαθμισμένων περιοχών σε συνδυασμό με διάφορα είδη ή και μόνη της.
Δυστυχώς όμως η καταστροφή των δασών βελανιδιάς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό από πριν. Τα λιγοστά της δάση, λόγω της θέσης τους σε πεδινές και λοφώδεις ημιορεινές θέσεις κοντά σε γεωργικές και κατοικημένες περιοχές, δέχονται ισχυρές πιέσεις από έντονη βόσκηση, λαθροϋλοτομίες και εκχερσώσεις για δημιουργία γεωργικών καλλιεργειών και επέκταση οικιστικών περιοχών, με αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση τους. Το ενδιαφέρον για τα δάση της βελανιδιάς στη νεώτερη Ελλάδα ήταν μεγάλο για τη διατροφή των ζώων, αλλά κυρίως για την παραγωγή και εκμετάλλευση του βελανιδιού στη βαφική και τη βυρσοδεψία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: